ζαβώνω — ζαβώνω, ζάβωσα, ζαβωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ζαβώνω : στα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (ζαβώνομαι), η οποία δε χρησιμοποιείται συνήθως. Το ρ. σημαίνει και → κάνω κάτι ζαβό (στραβό) και → γίνομαι ζαβός (στραβός) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… … Dictionary of Greek
ζαβώνω — ζάβωσα, ζαβώθηκα, ζαβωμένος 1. κάνω κάποιον ζαβό, ανόητο: Τον ζάβωσαν οι κακοτυχίες. 2. φέρνω δυσκολίες, δεν ακολουθώ τις υποδείξεις κάποιου: Ζάβωσε και δεν ακούει κανένα. 3. στραβώνω: Το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζάβωτος — η, ο [ζαβώνω] 1. αυτός που δεν ζαβώθηκε, που δεν κάμφθηκε, ο αλύγιστος 2. που δεν έπαθε καμιά σωματική ή πνευματική βλάβη, σώος 3. ο διανοητικά ισορροπημένος … Dictionary of Greek
ζαβλακώνω — 1. δαμάζω, καταβάλλω 2. ζαλίζω, κάνω κάποιον διανοητικά ή σωματικά άτονο («τόν ζαβλάκωσε η αρρώστια») 3. παθ. ζαβλακώνομαι ζαλίζομαι, καταβάλλομαι από αρρώστια ή άλλη αιτία 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ζαβλακωμένος, η, ο ζαλισμένος, αποβλακωμένος.… … Dictionary of Greek