ζαβώνω

ζαβώνω
1. μετ.
1) кривить, искривлять, перекашивать; 2) искажать, извращать; 3) портить, разрушать; μας τα ζάβωσε ο καιρός погода все нам испортила; 4) озлоблять, ожесточать; τον έχει ζαβώσει η φτώχεια нищета его довела до этого; 2. αμετ. 1) коробиться, искривляться; перекашиваться; 2) искажаться, извращаться; 3) портиться; становиться своенравным, упрямым, неуравновешенным; 4) озлобляться, ожесточаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ζαβώνω" в других словарях:

  • ζαβώνω — ζαβώνω, ζάβωσα, ζαβωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ζαβώνω : στα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (ζαβώνομαι), η οποία δε χρησιμοποιείται συνήθως. Το ρ. σημαίνει και → κάνω κάτι ζαβό (στραβό) και → γίνομαι ζαβός (στραβός) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… …   Dictionary of Greek

  • ζαβώνω — ζάβωσα, ζαβώθηκα, ζαβωμένος 1. κάνω κάποιον ζαβό, ανόητο: Τον ζάβωσαν οι κακοτυχίες. 2. φέρνω δυσκολίες, δεν ακολουθώ τις υποδείξεις κάποιου: Ζάβωσε και δεν ακούει κανένα. 3. στραβώνω: Το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζάβωτος — η, ο [ζαβώνω] 1. αυτός που δεν ζαβώθηκε, που δεν κάμφθηκε, ο αλύγιστος 2. που δεν έπαθε καμιά σωματική ή πνευματική βλάβη, σώος 3. ο διανοητικά ισορροπημένος …   Dictionary of Greek

  • ζαβλακώνω — 1. δαμάζω, καταβάλλω 2. ζαλίζω, κάνω κάποιον διανοητικά ή σωματικά άτονο («τόν ζαβλάκωσε η αρρώστια») 3. παθ. ζαβλακώνομαι ζαλίζομαι, καταβάλλομαι από αρρώστια ή άλλη αιτία 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ζαβλακωμένος, η, ο ζαλισμένος, αποβλακωμένος.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»